Η οσχεοκήλη είναι μία μορφή κήλης που εμφανίζεται στην περιοχή του όσχεου, του δερμάτινου δηλαδή σάκου που περιβάλλει τους όρχεις και προκύπτει όταν τμήμα του εντέρου, ή των ιστών στο εσωτερικό της κοιλιάς ξεφεύγουν από την φυσιολογική τους θέση και περνάνε μέσα από τμήματα των κοιλιακών μυών που παρουσιάζουν αδυναμία ή κενά με αποτέλεσμα να προβάλλουν στο όσχεο.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ονομάζεται οσχεοκήλη, καθώς η ονομασία των κηλών συνήθως προκύπτει από το σημείο στο οποίο γίνεται η προβολή τους. Και φυσικά είναι ευκόλως κατανοητό ότι η αποκατάσταση οσχεοκήλης είναι μία επέμβαση, η οποία αφορά μόνο τους άνδρες ασθενείς.
Με δεδομένο ότι το όσχεο είναι αναπόσπαστο μέρος του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος και από εκεί περνάνε οι σπερματοδόχοι σωλήνες, μία κήλη στην περιοχή μπορεί να αυξήσει σημαντικά την θερμοκρασία της, καταστρέφοντας την υγιή παραγωγή σπέρματος και απειλώντας την ανδρική γονιμότητα, μεταξύ άλλων.
H οσχεοκήλη πρέπει να αντιμετωπίζεται αμέσως μόλις εντοπιστεί, προκειμένου να προληφθεί τυχόν επικίνδυνη εξέλιξή της για την ανδρική γονιμότητα. Μάλιστα η αποκατάσταση οσχεοκήλης θεωρείται επιτακτική όταν παρατηρούμε κάποιο από τα ακόλουθα συμπτώματα:
Αποκατάσταση οσχεοκήλης γίνεται σε πολύ νεαρές ηλικίες στις οποίες το τοίχωμα της κοιλιακής χώρας έχει δημιουργηθεί ατελώς, όμως έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις σε ενήλικες, άνω των 40 ετών, που παρουσιάζουν μυϊκή ατροφία στην κοιλιακή χώρα, ωστόσο αυτοί αποτελούν μόλις το 20% των συνολικών περιπτώσεων που χρειάζονται αποκατάσταση οσχεοκήλης
Αντίθετα οι γυναίκες δεν εμφανίζουν αυτήν την πάθηση, λόγω της ύπαρξης τενόντων της μήτρας πίσω από το κοιλιακό τείχος, οι οποίοι προστατεύουν το βουβωνικό σωλήνα και υποστηρίζουν τη μήτρα.
Κάποιες συνθήκες που συμβάλλουν στην εμφάνιση οσχεοκήλης είναι
Η αποκατάσταση οσχεοκήλης γίνεται χειρουργικά, ωστόσο η επέμβαση μπορεί να είναι είτε κλασική ανοιχτού τύπου, είτε λαπαροσκοπική.
Πριν την επέμβαση, ο γιατρός θα προτείνει να γίνουν ορισμένες γενικές εξετάσεις, όπως αναλύσεις αίματος, ηλεκτροκαρδιογράφημα και ακτινογραφία πνεύμονα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο ασθενής είναι σε θέση να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και αυτή δεν θα έχει επιπτώσεις στην υγεία του.
Επιπλέον είναι σημαντικό ο ασθενής να διακόψει τη χρήση ορισμένων φαρμάκων, όπως για παράδειγμα τα αντιθρομβωτικά για τουλάχιστον 10 ημέρες πριν το χειρουργείο, καθώς αυτά αυξάνουν την ροή του αίματος και κάνουν την επέμβαση πιο δύσκολη.
Καθώς και στην ανοιχτού τύπου και στην λαπαροσκοπική επέμβαση η διαδικασία θα πραγματοποιηθεί με γενική αναισθησία, είναι καλό ο ασθενής να μην φάει και να μην πιεί τίποτα για 12 ώρες πριν την διαδικασία.
Στην περίπτωση της ανοικτής εγχείρησης, ο χειρουργός θα κάνει μια μικρή τομή 6-8 εκατοστών στο όσχεο και θα επαναφέρει τα όργανα που υπέστησαν πρόπτωση στην αρχική τους θέση, ενώ στην συνέχεια θα ενισχύσει το πάσχον κοιλιακό τοίχωμα με ένα ειδικό πλέγμα για να αποφύγει μελλοντική υποτροπή της κατάστασης.
Αν η επέμβαση γίνει λαπαροσκοπικά, τότε ο γιατρός κάνει 3 μικρές τομές στην κοιλιακή χώρα απ’ όπου εισάγει το λαπαροσκόπιο και τα εργαλεία που θα τον βοηθήσουν να επαναφέρει στη θέση τους τα όργανα που υπέστησαν πρόπτωση και στην συνέχεια να φράξει με ειδικό πλέγμα το κοιλιακό τοίχωμα.
Ανάλογα το μέγεθος της πρόπτωσης και το αν ο γιατρός χρειαστεί να επέμβει στην περιτοναϊκή κοιλότητα για να διορθώσει το πρόβλημα, η λαπαροσκοπική επέμβαση μπορεί να είναι είτε προπεριτοναϊκή είτε εξωπεριτοναϊκή.
Σε κάθε περίπτωση, ο γιατρός κλείνει τις τομές με ειδικά βιοδιασπώμενα ράμματα και ειδική αντισηπτική γάζα, προκειμένου να προφυλάξει τον ασθενή από μόλυνση.
Μόλις ολοκληρωθεί η χειρουργική επέμβαση, ο ασθενής μπορεί να γυρίσει στο σπίτι του την ίδια, ή την επόμενη ημέρα – ανάλογα το μέγεθος της βλάβης που έπρεπε να επιδιορθωθεί- ενώ ο γιατρός θα του συστήσει ειδική φαρμακευτική αγωγή με παυσίπονα και αντιβιοτικά ώστε να επουλωθεί ομαλά και να αναρρώσει ταχύτερα.
Η επιστροφή του στην εργασία μπορεί να γίνει έως και 2 εβδομάδες μετά το πέρας της επέμβασης, ωστόσο χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην καθημερινότητα του.
Η διατροφή του ασθενούς δεν απαιτεί ιδιαίτερες προσαρμογές, όπως θα γινόταν για παράδειγμα στις βαριατρικές επεμβάσεις, ωστόσο είναι απόλυτα φυσιολογικό και αναμενόμενο ο εγχειρισμένος να έχει μειωμένη όρεξη τις πρώτες 7 ημέρες μετά την επέμβαση.
Αναφορικά με την καθαριότητα της πληγής, χρησιμοποιήστε μόνο χλιαρό νερό και γενικά καλό είναι να μην έρθει ο ασθενής σε επαφή με ζεστό νερό για τουλάχιστον 36 ώρες μετά το πέρας της επέμβασης.
Τέλος, στα πλαίσια της φυσικής δραστηριότητας του ασθενούς, παρόλο που θα αισθάνεται φυσιολογική κόπωση και πόνο τις πρώτες 2 εβδομάδες μετά την επέμβαση, θα είναι σε θέση να κινηθεί και να περπατήσει, μειώνοντας τον κίνδυνο της θρόμβωσης.